ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Η αλωνιστική μηχανή




Η αλωνιστική μηχανή ήταν ένα αγροτικό μηχάνημα διαχωρισμού του καρπού (σιτάρι κ.α.) από το άχυρο.
Την λέγανε και πατόζα, και άφησε πολλές νοσταλγικές αναμνήσεις σε όλους τους παλιότερους που έχουν βιώματα από αυτή την αγροτική εργασία.



Οι πρώτες πατόζες – αλωνιστικές μηχανές, εμφανίστηκαν στο Βαλτινό στη δεκαετία του 50, και ήταν μηχανοκίνητες. Την κίνηση την έπαιρναν από τρακτέρ LANTZ ή ΚLAITON.

Το καφενείο του Βασίλη Σταμούλη



 
Ένα άλλο καφενείο συνδεδεμένο με τη ζωή των κατοίκων του Βαλτινού ήταν αυτό του Βασιλείου Σταμούλη. Είχε την επωνυμία «Το στέκι».
Άρχισε τη λειτουργία του το 1957-58 υπό την διεύθυνση του Βασιλείου Σταμούλη και στη συνέχεια το ανέλαβε ο γιός του Σιώκας Σταμούλης.


Για μια εικοσαετία λειτουργούσε και πρόσφερε τις υπηρεσίες στους κατοίκους του Βαλτινού, στην αρχή ως καφενείο και στη συνέχεια, και ως ψησταριά. Η λειτουργία του σταμάτησε το 1976 όπου κατεδαφίστηκε το κτίριο και στη θέση του κτίστηκε η σημερινή οικία του Βασιλείου Β. Σταμούλη.


Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς για αυτό το περίφημο μαγαζάκι. Ξεκίνησε τη λειτουργία του με τα υποτυπώδη μέσα της εποχής. Ένα γραμμόφωνο για μουσική, δυο τράπουλες για κανένα χαρτάκι, ένα μπρίκι κι ένα καμινέτο για το ψήσιμο του καφέ, ένα ψυγείο με πάγους που συντηρούσε εκεί τα διάφορα προϊόντα το καλοκαίρι.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Η ψησταριά του Καστρακίδα




Η ψησταριά του Καστρακίδα μεσουρανούσε την εικοσαετία 1970 – 1990 και υπήρξε ένα από τα αγαπημένα στέκια πολλών μερακλήδων θαμώνων του χωριού.
Σε ένα μικρό εσωτερικό χώρο 5 Χ 5 με μια αυλή κάπως μεγαλύτερη και με ελάχιστα τραπεδοκαθίσματα λειτουργούσε μέρα – νύχτα και εξυπηρετούσε τους πελάτες χειμώνα – καλοκαίρι, η ψησταριά του «Καστρακίδα¨.
Βρίσκονταν στον χώρο που είναι σήμερα το σπίτι του κ. Γιώργου Σκαπέτη, εγγονός του Σωτήρη Βότσιου.


Ξεκίνησε την λειτουργία του στις αρχές του 1970. Στην αρχή την εκμετάλλευση της ψησταριάς την είχαν συνεταιρικά ο Σωτήριος Βότσιος μαζί με τον Παναγιώτη Πέτρου. Ο συνεταιρισμός αυτός κράτησε για ένα περίπου χρόνο.


Από τότε και μέχρι που έκλεισε τελείως, την ψησταριά την δούλευε ο Σωτήρης Βότσιος με την γυναίκα του.
Ποικίλες εικόνες κι αναμνήσεις υπάρχουν από τη λειτουργία της άλλοτε ψησταριάς του «Καστρακίδα».


Γραφική φιγούρα ο μπάρμπα Σωτήρης Βότσιος, ο «Καστρακίδας», όπως τον αποκαλούσαν όλοι στο χωριό, με την άσπρη ποδιά του στη μέση, την γαράφα του τσίπουρου στη μασχάλη και την πετσέτα του στον ώμο. Έψηνε και σερβίριζε τους πελάτες πάντα πρόσχαρος. Ετοιμόλογος, όπως ήταν, διπλωμάτης και με απεριόριστο χιούμορ διατηρούσε τις καλύτερες σχέσεις μαζί τους, και κέρδιζε τη συμπάθεια όλων.


Τα καλοκαίρια που τις Κυριακές γίνονταν η περίφημη βόλτα στη Δημοσιά τα τραπεζοκαθίσματα του «Καστρακίδα» γέμιζαν από πελάτες και το μεροκάματο ήταν πολύ καλό. Σερβίριζε από καφέδες και αναψυκτικά μέχρι κρασιά μπύρες τσίπουρο και διάφορα ποτά. Στην ψησταριά του, έψηνε σουβλάκια, λουκάνικα και κοτόπουλα τα οποία σερβίριζε στη λαδόκολα. Ενώ η γυναίκα του ετοίμαζε μαγειρευτούς μεζέδες για τα τσίπουρα και διάφορες σαλάτες της εποχής.


Εποχή που τα τζουκ μποξ είχαν την πρωτοκαθεδρία στα μουσικά δρώμενα και ο καθένας είχε την δυνατότητα της μουσικής του προτίμησης. Έριχνε το κέρμα στο τζουκ μποξ και πατώντας τα πλήκτρα J - 9 ή Κ - 4 ή… επέλεγε και άκουγε τα σουξέ τραγούδια του Άκη Πάνου, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Καλδάρα… με τις υπέροχες φωνές του Στέλιου Καζανζτίδη, της Ρίτας Σακελαρίου, του Δημήτρη Μητροπάνου…




Τα μερακλώματα «έπαιρναν και έδιναν», οι ζεϊμπεκιές διαδέχονταν η μια την άλλη και το κέφι έφτανε στο ναδίρ.
Δεν έλειπαν όμως και οι διάφορες παρεξηγήσεις μεταξύ των πελατών όπου άναβαν τα αίματα και ξεσπούσε ο καβγάς. Κάποιες φορές ερχόταν και στα χέρια», αναποδογύριζαν τραπέζια έσπαγαν ποτήρια και μπουκάλια και υπήρξαν και κάποιες φορές που έσπαγαν και τις τζαμαρίες του καταστήματος.


Έζησε πολλά αυτό το μαγαζάκι… Εκεί χτυπούσε ο παλμό της διασκέδασης για είκοσι περίπου χρόνια. Η λειτουργία του σταμάτησε μόνο όταν τα βαθειά γεράματα του ιδιοκτήτη του δεν του επέτρεπαν να το δουλέψει.
Στη συνέχεια ο χώρος νοικιάστηκε σε φαρμακείο και κάποια στιγμή το κτίριο γκρεμίστηκε μαζί με τις αναμνήσεις του, για τις ανάγκες ανοικοδόμησης νέα οικίας.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Το ξύλινο γεφυράκι του χωριού.


Tο ξύλινο γεφυράκι
Μπορεί από αρχιτεκτονικής άποψης να μην παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον, όμως τότε, που οι βαλτότοποι και τα πολλά νερά κυριαρχούσαν στην περιοχή, η πρακτική του χρησιμότητα και η ωφελιμότητα για τους κατοίκους του Βαλτινού, ήταν μεγάλη.
Πρόκειται για το τελευταίο ξύλινο γεφυράκι που βρίσκονταν παλιά μπροστά στο μπακάλικο του Νικόλα Καραθανάση, σήμερα, μπροστά στο Ζαχαροπλαστείο του Γ. Χύτα και εξυπηρετούσε για μια εικοσαετία τους κατοίκους.


Πόζα στο ξύλινο γεφυράκι

Σήμερα οι διασωζόμενες μνήμες το επαναφέρουν στην επικαιρότητα για να το γνωρίσουν οι νέοι και ίσως να το θυμηθούν με νοσταλγία οι παλαιότεροι.
Κατασκευάστηκε το 1960 από τον Ηλία Νικ. Καραθανάση από ξυλεία του Λόγγου.
Στο βιβλίο «Το Βαλτινό» του Ευάγγελου Στάθη, διαβάζουμε την αφήγηση του Ηλία Καραυθανάση για την κατασκευή του ξύλινου γεφυριού.


Χειμωνιάτικη εικόνα με το ποταμάκι πλημμυρισμένο

«Με τον παππού τον Σκρέκα είχαμε συμπάθεια. Από εκτίμηση προς το άτομό μου μου λέει μια μέρα: «Να πας στο Λόγγο να κόψεις ξύλα και να τα φκιάσεις ένα γεφύρι μεγαλύτερο και πιο στέρεο, όχι σαν αυτή τη λισιά». Πήγα, διάλεξα ό,τι ξύλο ήθελα, δένδρο (βελανιδιά) μου φαίνεται έκοψα, και έγινε εκείνο το γεφυράκι. Εξυπηρετούσε πολύ τον κόσμο. Περνούσαν και ποδήλατα και μηχανάκια και ζώα».

Το παλιό καφενείο «τα χίλια δέντρα»



Η πρόσοψη του καφενείο «χίλια δένδρα».
Ένα από τα ιστορικά καφενεία του Βαλτινού που άφησε εποχή τη δεκαετία του 1960, ήταν αυτό που έφερε την ονομασία «τα χίλια δέντρα», των αδελφών Ευάγγελου Καλαμπάκα.

Γενική άποψη του Καφενείου «χίλια δένδρα».

Βρίσκονταν στο κτίσμα που στέγαζε πρώτα το παλιό κοινοτικό γραφείο Βαλτινού, στην σημερινή πλατεία της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, εκεί που τώρα βρίσκεται το νηπιαγωγείο.
Το καφενείο άρχισε την λειτουργία του το 1960 και γνώρισε μεγάλες δόξες. Ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση όπου την εκμετάλλευση είχαν, ο Ευάγγελος Καλαμπάκας με τα παιδιά του.


Θαμώνες του καφενείου «χίλια δένδρα» το 1966.

Εκεί συχνάζανε οι κάτοικοι και έπιναν τα καφεδάκια τους, τα τσιπουράκια τους, τις μπύρες και τα αναψυκτικά τους, και πότε, πότε έπαιζαν και κανένα «χαρτάκι» της τράπουλας. Και όπως συνήθως γίνονταν τότε, με όλα τα μαγαζιά αυτού του είδους, λειτουργούσε και ως μικρό μπακάλικο. Διέθετε τα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης και εξυπηρετούσε την γειτονιά.


Ο Νίκος Καλαμπάκας σερβιτόρος στα «Χίλια δέντρα»

Επειδή το καφενείο βρίσκονταν κοντά στην εκκλησία σε κάθε γιορτή, πανηγύρι ή γάμο απλώνανε τραπεζοκαθίσματα και στον προαύλιο χώρο του ναού και έτσι γέμιζε από πελάτες και έβγαινε το μεροκάματο.
Οι παλαιότεροι έχουν πολλές αναμνήσεις από διάφορες ιστορίες και από τα διάφορα γλέντια που στήνονταν σ΄ αυτό το καφενείο.


Θαμώνες του καφενείου «χίλια δένδρα» στο προαύλιο της εκκλησίας.

Η λειτουργία του σταμάτησε σχετικά σύντομα, όπου το 1970 έγινε γαλατάδικο και μετά από λίγα χρόνια το κτίριο γκρεμίστηκε και στη θέση του κτίστηκε εκεί το σημερινό νηπιαγωγείο.
Έμειναν μόνο κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες ως ιστορικά τεκμήρια να θυμίζουν τα «χίλια δένδρα» αλλά και να φέρνουν στην επικαιρότητα χίλιες παλιές εικόνες του χωριού…


Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Το παλιό μπακάλικο του Νικόλα Καραθανάση




Ένα κατάστημα που ήταν συνδεδεμένο, παλιότερα, με τη ζωή των κατοίκων του Βαλτινού, ήταν το μπακάλικο του Νικόλα Καραθανάση. Σ΄ αυτό το μαγαζάκι χτυπούσε ο παλμός της ζωής των κατοίκων για πολλές δεκαετίες.
Άρχισε τη λειτουργία του το 1960, υπό την διεύθυνση του Νικόλαου Καραθανάση και εκεί εργάζονταν όλη η οικογένειά του.
Ήταν για την εποχή του ένα αξιόλογο καφεπαντοπωλείο με ποικίλα προϊόντα, από τρόφιμα και ποτά έως υποδήματα, γυαλικά, εγχώρια προιόντα, είδη οικοδομών και γραφικής ύλης. Είχε και την αντιπροσωπεία της μπύρας ΚΑΡΟΛΟΣ ΦΙΞ Α.Ε.



Όλα τα είδη ήταν εκτεθειμένα σε όλες τις μεριές του μπακάλικου μέσα σε ανοιχτά βαρέλια και τσουβάλια, όπως το ρύζι, η ζάχαρη, το αλεύρι δίπλα στη ναφθαλίνη, το στάρι, το τσάι του βουνού, η ποτάσα κ.α.
Στη μέση υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος με μια μόστρα (βιτρίνα), μέσα στην οποία ήταν στοιβαγμένα τα κεφαλοτύρια, τα κασέρια, τα σαλάμια αέρος, ενώ δίπλα στον πάγκο το βαρέλι με το τυρί και οι γκαζοτενεκέδες με το βούτυρο. Κάπου στο βάθος υπήρχε ένα μεγάλο τεπόζιτο και αραδιασμένα στη σειρά σιδερένια βαρέλια γεμάτα λάδι κάθε ποιότητας.



Στα ράφια του ήταν τοποθετημένα τα χαρτικά, τα απορρυπαντικά, οι κονσέρβες, τα ποτά κ.α.
Πιο πέρα βαρέλια με κρασί και πλάι σ΄ αυτά άλλο βαρέλι με πετρέλαιο και εκείνες οι στρόγγυλες με αχυρένια πλέξη δαμιτζάνες γεμάτες τσίπουρο και οινόπνευμα, ενώ καταγής υπήρχαν λογιών – λογιών μέτρα, όπως η οκά, η μισή, το κατοστάρι, το πενηνταράκι.
Ενώ μέσα στο χώρο διαχέονταν μια ανάμιχτη μυρωδιά, που προέρχονταν από τον μπακαλιάρο, την ναφθαλίνη, το τσίπουρο, τα τυριά, το πετρέλαιο, τα λουκάνικα, το οινόπνευμα κλπ. Άλλωστε η μυρουδιά ήταν αναπόφευκτη εξ αιτίας αυτών των ετερόκλιτων προϊόντων που υπήρχαν τότε σε κάθε μπακάλικο.



Από το 1969 έως το 1983 την εκμετάλλευση του καφεπαντοπωλείου ανέλαβε ο Ευάγγελος Βότσιος με την οικογένειά του.
Το παλιό καφεπαντοπωλείο λειτουργούσε τώρα παράλληλα και σαν ψησταριά και ουζοπωλείο, καθώς και ως κρεοπωλείο.



Πολλές φορές εκεί σερβίριζαν κρασί, τσίπουρο, και μεζέδες, όπως κοκορέτσι, κεμπάπ, σουβλάκια, ελιές, ντομάτα, τυρί, σαλάμι, αυγά, ψάρι σε κονσέρβα, τηγανητό μπακαλιάρο, κα.
Η πρώτη τηλεόραση στο χωριό εκεί πρωτοεμφανίστηκε και η πελατεία αυξήθηκε κατακόρυφα.
Εκεί υπήρχε και το κοινοτικό τηλέφωνο και εξυπηρετούσε τις τηλεπικοινωνιακές ανάγκες όλων των κατοίκων του Βαλτινού.



Κατά καιρούς την διεύθυνση του καταστήματος την ανέλαβαν διάφοροι επαγγελματίες οι οποίοι το λειτούργησαν πότε σαν ταβέρνα, και πότε σαν καφενείο.
Σήμερα στον χώρο αυτό συνεχίζει να λειτουργεί η ψησταριά - Ταβέρνα του κ. Βασίλη Καλαμπάκα.