Το καφενείο του Βασίλη Σταμούλη
Ένα άλλο καφενείο συνδεδεμένο με τη ζωή των κατοίκων του Βαλτινού ήταν αυτό του Βασιλείου Σταμούλη. Είχε την επωνυμία «Το στέκι».
Άρχισε τη λειτουργία του το 1957-58 υπό την διεύθυνση του Βασιλείου Σταμούλη και στη συνέχεια το ανέλαβε ο γιός του Σιώκας Σταμούλης.
Για μια εικοσαετία λειτουργούσε και πρόσφερε τις υπηρεσίες στους κατοίκους του Βαλτινού, στην αρχή ως καφενείο και στη συνέχεια, και ως ψησταριά. Η λειτουργία του σταμάτησε το 1976 όπου κατεδαφίστηκε το κτίριο και στη θέση του κτίστηκε η σημερινή οικία του Βασιλείου Β. Σταμούλη.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς για αυτό το περίφημο μαγαζάκι. Ξεκίνησε τη λειτουργία του με τα υποτυπώδη μέσα της εποχής. Ένα γραμμόφωνο για μουσική, δυο τράπουλες για κανένα χαρτάκι, ένα μπρίκι κι ένα καμινέτο για το ψήσιμο του καφέ, ένα ψυγείο με πάγους που συντηρούσε εκεί τα διάφορα προϊόντα το καλοκαίρι.
Εκεί τις Κυριακές αλλά και τις καθημερινές αντάμωναν οι άνθρωποι του χωριού και έπιναν το καφεδάκι τους, το αναψυκτικό τους, το ποτό τους, και περνούσαν την ώρα της σχόλης.
Εκεί στα πανηγύρια και στα γλέντια του χωριού έρχονταν διάφορα δημοτικά συγκροτήματα με τις περιώνυμες ντιζέζες (τραγουδίστριες) και τις προκλητικές μίνι φούστες τους. να διασκεδάζουν τον κόσμο, αλλά να προκαλούν και τα ήθη.
Εκεί έρχονταν οι περιοδεύοντες κινηματογραφιστές, ο Πολυμερόπουλος, ο Νιζάμης, ο Κοτοπούλης και έστηναν τον κινηματογράφο τους και προβάλλανε τις μεταπολεμικές δακρύβρεχτες ταινίες με το Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση.
Ο Καραγκιοζοπαίχτης εκεί έστηνε τον μπερτέ του και έδινε τις παραστάσεις του. Εκεί οι Ταχυδακτυλουργοί, οι μάγοι και ότι είχε σχέση με τα διάφορα θεάματα της εποχής.
Αργότερα ήρθε η τηλεόραση, μετά τα τζουκ μποξ και το καφενείο λειτούργησε και σαν ψησταριά.
Μεγάλος ψήστης ο Σιώκας Σταμούλης. Έψηνε και σερβίριζε κεμπάπ, κοκορέτσι, σουβλάκια, λουκάνικα και μοσχοβολούσε ο τόπος από τις μυρουδιές.
Τα καλοκαίρια που τις Κυριακές γίνονταν η περίφημη βόλτα στη Δημοσιά, τα τραπεζοκαθίσματα γέμιζαν από πελάτες και το μεροκάματο ήταν πολύ καλό.
Στο τζουκ μποξ ακούγονταν συνέχεια τα σουξέ της εποχής και τα μερακλώματα «έπαιρναν και έδιναν», οι ζεϊμπεκιές διαδέχονταν η μια την άλλη και το κέφι έφτανε στο αποκορύφωμα.
Κάπου κάπου κάποιος γεροδεμένος μάγκας την ώρα που χόρευε τη ζεμπεϊκιά του άρπαζε το ξύλινο τραπέζι ή την καρέκλα με τα δόντια και τα σήκωνε επιδεικνύοντας τις χορευτικές αλλά και τις μυϊκές δυνατότητές του.
Στα πανηγύρια και στις γιορτές του χωριού ο κόσμος έβγαινε οικογενειακώς και έπιανε τραπέζι στο μαγαζί και διασκέδαζε μέχρι πρωίας. Τα γκαρσόνια δεν προλάβαιναν να σερβίρουν τους πελάτες και στην ψησταριά δεν έπαιρνες σειρά.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια λειτούργησε αυτό το μαγαζάκι και σημάδεψε την ιστορία του χωριού μέχρι που κάποια στιγμή έκλεισε δια παντός τις πόρτες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου