Ο θερισμός ήταν δύσκολη και επίπονη δουλειά, αλλά οι αγρότες συνήθιζαν να υποδέχονται αυτή τη στιγμή με χαρές τραγούδια και ιεροτελεστίες, προς τιμήν της Δήμητρας, θεάς των καρπών της γης.
Εποχή θερισμού και όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Τα δερπάνια ήταν έτοιμα γερά και κοφτερά. Μετά το 1930 ήρθαν οι θεριστικές μηχανές.
Επίσημα ο θερισμός άρχιζε μετά τις 20 Ιουνίου. Από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι με τις καλλιέργειες αλλά και την κτηνοτροφία.
«Στα χωράφια μεσημέρι, μες στην αντηλιά
πάνω, κάτω οι θεριστάδες δρώνουν στη δουλειά.
Μες στον ήλιο τα δρεπάνια λάμπουνε περισσά.
Φραπ΄ τα στάχυα, μεστωμένα, στρώνονται χρυσά.
Καλομελετούν τ΄ αγόρια, τραγουδούν οι νιές
κι άλλοι κουβαλούν δεμάτια, στρώνουν θημωνιές.
Βλογημένος πάντα ο κόπος κ΄ η δουλειά τιμή
ολ΄ η χώρα περιμένει το γλυκό ψωμί».
Στο Βαλτινό Τρικάλων, όπως και σ' όλα τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου, ο θερισμός του σιταριού με το δρεπάνι κι ο αλωνισμός του με την αδοκάνη, ζει πλέον ως ανάμνηση στη σκέψη των σημερινών, ηλικιωμένων κυρίως, αγροτών.
Τα πράγματα έχουν μεταβληθεί ριζικά, αφού οι νέοι αγρότες έχουν στη διάθεσή τους πλέον σύγχρονα μηχανήματα για την καλλιέργεια της γης.
Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που το δρεπάνι αντικαταστάθηκε από τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Αυτό έγινε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Ο θερισμός - αλωνισμός του σιταριού ήταν μια επίπονη διαδικασία, που διαρκούσε από τα μέσα Ιουνίου έως και τον Δεκαπενταύγουστο περίπου. Για τον λόγο αυτό οι μήνες Ιούνιος και Ιούλιος ονομάστηκαν "Θεριστής" και "Αλωνάρης" αντίστοιχα. Συμμετείχαν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας, από τα παιδιά δώδεκα - δεκατριών ετών μέχρι και τους γέροντες εξηνταπέντε ετών.
Και ήταν μεγάλες και πολυπληθείς οι οικογένειες εκείνη την εποχή, αφού ζούσαν μαζί οι γονείς, τα αδέλφια τους, οι γιοι με τις συζύγους τους (νύφες) και πολλά παιδιά.
Ξεκινούσε έτσι η κάθε φαμελιά στα μέσα Ιουνίου να θερίσει περίπου πενήντα-εξήντα στρέμματα.
Ο θερισμός άρχιζε περίπου στις έξι η ώρα το πρωί. Γυναίκες και άντρες άρχιζαν από την ίδια πλευρά του χωραφιού, παίρνοντας μπροστά τους έναν "όργο", δηλαδή μια συγκεκριμένη έκταση, όση έφταναν τα χέρια τους.
Έπιαναν με το ένα χέρι μερικά στάχυα, δυο παλάμες περίπου από τη γη, και κρατώντας το δρεπάνι στο άλλο τα έκοβαν. Η ποσότητα αυτή λεγόταν "χερόβολο", όσα στάχυα δηλαδή κρατούσε το χέρι. Με καμιά δεκαριά χερόβολα σχηματιζόταν η χεριά. Τέσσερις χεριές αποτελούσαν το δεμάτι.
Για να δέσουν τα δεμάτια χρησιμοποιούσαν στάχυα με τα οποία τα έδεναν νωρίς το πρωί, όταν ήταν υγρά και μαλακά για να μην κόβονται. Κάθε τόσο ράντιζαν με νερό τα δεμάτια για να μαλακώνουν και να "στρώνουν". Αυτή η δουλειά ήταν των ανδρών, που στη συνέχεια τοποθετούσαν τα δεμάτια ανά τρία φτιάχνοντας τις "τριαριές", τις οποίες πάλι τις έβαζαν σε τάξη, στοιχισμένες η μια πίσω από την άλλη και σε παράλληλες σειρές.
Ο θερισμός συνεχιζόταν μέχρι τις δέκα το πρωί, οπότε και οι θεριστάδες σταματούσαν να πάρουν μια ανάσα και να φάνε λίγο κολατσιό, που αποτελούνταν συνήθως από ψωμί, τυρί, ελιές, κρεμμύδια και αυγά. Κατόπιν συνέχιζαν το έργο τους, που γινόταν όλο και πιο δύσκολο: είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από την κούραση, που προκαλούσε το συνεχές σκύψιμο, και μια αβάσταχτη ζέστη, που γινόταν ανυπόφορη όσο ο ήλιος ανέβαινε πιο ψηλά.
"Σιγόβραζαν" κατάματα στον ήλιο. Για να προστατευθούν φορούσαν άσπρο μαντήλι. Φορούσαν επίσης χοντρές μάλλινες κάλτσες μέχρι τα γόνατα για να προφυλάσσονται από τα "τσιμπήματα" και τις μικρές πληγές, που προκαλούσαν οι καλαμιές, αλλά και τα αγκάθια με τους βάτους, που ήταν διάσπαρτα στο χωράφι.
Το μεσημέρι κατά τις δύο η ώρα σταματούσαν πάλι για να ξαποστάσουν, στη σκιά κάποιου δέντρου και απολάμβαναν τη σκορδάρη, ένα δροσιστικό φαγητό αποτελούμενο από νερό, λάδι, σκόρδο, ψωμί, ξύδι, αλάτι, που τους βοηθούσε ν' αντιμετωπίσουν τη μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού.
Εξακολουθούσαν να θερίζουν μέχρι το σουρούπωμα, οπότε επέστρεφαν στο σπίτι όπου τους περίμεναν κι άλλες δουλειές.
Ο θερισμός διαρκούσε ένα μήνα περίπου, μέχρι τα μέσα Ιουλίου.
Αφού τελείωνε και η τελευταία φαμελιά τον θερισμό, άρχιζαν όλοι ταυτόχρονα να κουβαλούν (κουβάλος) τα δεμάτια στα αλώνια στην περιφέρεια (κοινόχρηστος χώρος και βοσκότοπος) του χωριού.
Ο "κουβάλος" γινόταν με τα κάρα, που τα έσερναν άλογα ή βόδια στο αλώνι της καθεμιάς οικογένειας. Το αλώνι θεωρούνταν αυστηρά ιδιωτικός χώρος και δεν μπορούσε κάποιος να μετακινήσει τη θέση του επιλέγοντας άλλη τοποθεσία, όπου βρισκόταν ενδεχομένως τα αλώνια των συγχωριανών του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου