Τότε το μαγαζί έσφυζε από ζωή. Στρατιώτες, μουσικοί και
κάτοικοι του χωριού μπροστά στο καφενείο την εποχή του 1950. Τα κλαρίνα και τα
λαούτα κυριαρχούσαν και έδιναν το δικό τους χρώμα, στα διάφορα γλέντια των
ανθρώπων του χωριού.
Παλαιότερα και μέχρι τη δεκαετία του 1960 το κεντρικότερο
μέρος του Βαλτινού ήταν στο χώρο που βρίσκεται σήμερα ο ιερός ναός του Αγίου
Αθανασίου.
Η κεντρική πλατεία του χωριού ήταν η πλατεία μπροστά στην
εκκλησία, με πανέμορφα και πανύψηλα δέντρα δρυός, πεύκης και φτελιάς.
Παραπλεύρως και σε κτίσμα που βρίσκονταν στη θέση του
σημερινού νηπιαγωγείου, υπήρχε το κοινοτικό γραφείο. Στην εκκλησία
συστεγάζονταν και λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο και όπως ήταν αναμενόμενο
εκεί κοντά, στο κέντρο του χωριού, άνοιξε και το πρώτο καφενείο.
Ήταν το 1931 όταν ο Βασίλειος Καραθανάσης άνοιξε στο ισόγειο
του διώροφου σπιτιού του, το πρώτο μαγαζί.
Σ' αυτό το μαγαζάκι λοιπόν για τρείς δεκαετίες χτυπούσε ο
παλμός της ζωής των κατοίκων του Βαλτινού.
Εκεί γύρω από τα τραπεζάκια μερικοί γέροντες θα έπαιζαν
κολτσίνα ή ξερή και άλλοι θα παρακολουθούσαν καπνίζοντας το τσιγάρο τους ή το
τσιμπούκι τους.
Σε κάποιο άλλο τραπέζι, άλλοι μεσόκοποι θα κουτσοπίνανε με
μεζέ ένα κουτί κονσέρβα «ρώσικη», ή θα απολάμβαναν τον κριθαρένιο καφέ τους.
Μόλις έπαιρνε και βράδιαζε, ο μαγαζάτορας, άναβε τη λάμπα
του πετρελαίου ή το λούξ, καθότι ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, και φέρνοντας το
ποτηράκι του θα ενώνονταν με την παρέα και θα συζητούσαν διάφορα θέματα.
Όμως τότε το μικρό καφενεδάκι λειτουργούσε και σαν
μπακάλικο. Εκεί, οι κάτοικοι του χωριού έκαναν τα λιγοστά ψώνια για τις βασικές
ανάγκες τους.
Από εκεί αγόραζαν το λάδι τους το σαπούνι τους, τον καφέ
τους, το ρύζι τους, τα μακαρόνια τους κλπ.
Τότε, ήταν αρκετά διαδεδομένο οι συναλλαγές να γίνονται με
την ανταλλαγή των προϊόντων και γι’ αυτό
οι περισσότεροι άνθρωποι ψώνιζαν με σιτάρι, με καλαμπόκι, με αυγά, αντί
για χρήματα.
Φυσικά δεν έλειπε και το μπακαλοδέφτερο που δέχονταν τα
βερεσέδια, καθότι η φτώχεια και η ανέχεια την εποχή εκείνη έπληττε τους
ανθρώπους.
Κάθε βδομάδα ο μαγαζάτορας έζευε το άλογό του και με το κάρο
του, πήγαινε στα Τρίκαλα, να προμηθευτεί το εμπόρευμα για το μαγαζί του.
Ολόκληρη η οικογένεια βοηθούσε για την κάλυψη των αναγκών
και εργάζονταν ολημερίς για τις απαιτήσεις του μαγαζιού.
Όμως, όλα τα πράγματα που έχουν αρχή, έχουν και τέλος.
Έτσι και το πρώτο καφεπαντοπωλείο του Βαλτινού έκλεισε για
πάντα τις πόρτες του, το 1958 και μαζί του έκλεισε ένας κύκλος τριών δεκαετιών
που σημάδεψε τη ζωή των κατοίκων του χωριού.